οξύτητα — η 1. η ιδιότητα του οξέος σ όλες του τις σημασίες: Οξύτητα βέλους, μαχαιριού, βλέμματος, αντίληψης κτλ. 2. (χημ.), η παρουσία οξέος στο διάλυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύτητα — ὀξύτης sharpness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek
απαμβλύνω — (Α ἀπαμβλύνω) μειώνω την οξύτητα ή την ένταση, περιορίζω μετριάζω («απαμβλύνω τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.») αρχ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, εξασθενίζω την κόψη του 2. παθ. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα και τη δύναμη μου … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
ρυθμιστικός — ή, ό / ῥυθμιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ρυθμιστής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρύθμιση («ρυθμιστικές διατάξεις») 2. αυτός που συντελεί στη ρύθμιση («ρυθμιστικός νόμος») 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυθμιστικό το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek